Κριτικές

Κριτική του Λέανδρου Πολενάκη από την avgi.gr, για την παράσταση “Δεσποινίς Μαργαρίτα”

Λέανδρος Πολενάκης

«Δεσποινίς Μαργαρίτα» του Ατάιντε στο Θέατρο Άλμα, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη, με την Κατερίνα Μαραγκού στον ομώνυμο ρόλο
Το έργο του Βραζιλιάνου Ρομπέρτο Ατάιντε «Δεσποινίς Μαργαρίτα» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1997 στο Αmbassador Theatre της Βόρειας Αμερικής, για να γίνει εξαιρετικά δημοφιλές όπου αλλού κι αν παίχτηκε, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας, και να εξελιχθεί σε παγκόσμια επιτυχία. Ως θέμα του έχει το δυστοπικό σχολικό περιβάλλον των δυτικών κοινωνιών, που εδώ ενσαρκώνει κυριολεκτικά η Δεσποινίς Μαργαρίτα, μια δύσμορφη, κακότροπη, ανέραστη, συμπλεγματική και σχεδόν υστερική δασκάλα ενός Δημοτικού Σχολείου σε κάποια φτωχογειτονιά μιας εργατούπολης, με τα παιδιά προορισμένα εκ γενετής, λόγω της προλεταριακής τους προέλευσης, να ζήσουν για πάντα μέσα στα τείχη της ανάγκης και της φτώχειας.

Η Δεσποινίς Μαργαρίτα, μια φιγούρα βγαλμένη λες από τον πιο μαύρο εφιάλτη, που έχει αναλάβει να διαμορφώσει τις ψυχές των μικρών μαθητών της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δική της, αλλά και της δύσμορφης κοινωνίας μέσα στην οποία πρόκειται να ζήσουν ως «παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Να τα εκπαιδεύσει στην υπακοή, την πειθαρχία και τη συμμόρφωση στις εντολές μιας εξουσίας η οποία πηγάζει από τον «Αμερικανό θεό» (το χρήμα), που, κατά την εύστοχη ρήση του ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «οι φτωχοί του κόσμου δεν βλέπουν παρά μόνο τη γιγάντια πατούσα του!».

Το έργο του Ατάιντε είναι πέρα ως πέρα πολιτικό. Κάτι που εμείς, όσο κι αν μας σφυροκοπούν τα φούμαρα μιας διεφθαρμένης κάστας πολιτικών περί της κληρονομικής «αριστείας» των τέκνων τους, τα οποία φοιτούν στα Χάρβαρντ και τα Μπέρκλεϊ με δικά μας πάντοτε έξοδα, είμαστε σε θέση να καταλάβουμε πάρα πολύ καλά. Γι’ αυτόν τον λόγο σε χώρες όπως η δική μας, με το πλούσιο ιστορικό παρελθόν, η πλύση εγκεφάλου δεν γίνεται πια τόσο χυδαία και ωμά, αλλά με πολύ πιο εκλεπτυσμένους τρόπους. Το σύστημα πασχίζει να μας κάνει από παιδιά να αγαπήσουμε το «άσχημο», να το εγκολπωθούμε και να το κάνουμε κομμάτι δικό μας. Αν καταφέρει να περάσει αυτήν την αντίληψη σε μια κρίσιμη κοινωνική μάζα, τότε δεν έχουμε καμία ελπίδα να ξεφύγουμε από τη μοίρα του «Ανθρώπου των σηράγγων».

Οι μέχρι τώρα παραστάσεις του έργου στην Ελλάδα δεν είχαν πιάσει το πολιτικό στοιχείο σε όλο του το εύρος. Είδαμε να ενσαρκώνουν τη Μαργαρίτα αξιόλογοι ηθοποιοί, κάποτε μάλιστα άντρες με χάρισμα μιμητικό, που συνήθως τόνιζαν το στοιχείο της εξτραβαγκάντσας, ποντάροντας στον ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα μιας υστερικής Μαργαρίτας.

Στην παράσταση του Θεάτρου Άλμα, σε σκηνοθεσία και φωτισμούς του Γιάννη Μαργαρίτη, πάνω στην ξαναδουλεμένη μετάφραση του αείμνηστου Ταχτσή, για πρώτη φορά είδαμε ολόκληρο το πρόσωπο της Μαργαρίτας, με τη χαρισματική, έξοχη Κατερίνα Μαραγκού να ξεδιπλώνει, με απελπισία και μαύρο χιούμορ συνάμα σε υπολογισμένες δόσεις, όλες τις πτυχές του αντιφατικού χαρακτήρα της ηρωίδας, θύτη και θύματος συγχρόνως ενός ολιστικού και απάνθρωπου συστήματος κοινωνικής χειραγώγησης. Σε έναν ρόλο που ακροβατεί ανάμεσα στο τραγικό και το γελοίο, στο θερμό και το ψυχρό.

Μια Μαργαρίτα που πενθεί για τη χαμένη της νιότη και γυμνώνει πέρα ως πέρα την ψυχή της για να μας δείξει τις βαθιές λαβωματιές της με μόνο «ένδυμά» της την ονειρική μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη. Με τα παίζοντα, άρτια βίντεο του Γιάννη Ντουσιόπουλου, μέσα στον έξοχα διαμορφωμένο σε σχολική αίθουσα, από την Καρμεντσίτα Μπροσμπόγιου, σκηνικό χώρο.

 

Κριτική της Ελένης Σπανοπούλου από την Κόντρα, για την παράσταση “Δεσποινίς Μαργαρίτα”

Ελένη Σπανοπούλου

Η ΤΕΧΝΗ ΕΙΝΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ, ΜΗ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ !
Κι όμως το έκανε! Στάθηκε απέναντι σε ένα θεατρικό ποτάμι, ολομόναχη πάνω στη σκηνή και πέρασε απέναντι! Απόδειξε έτσι πως είναι μια αληθινά μεγάλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου μας. Η Δεσποινίς Μαργαρίτα, της Κατερίνας Μαραγκού, μετά την ασύλληπτη ερμηνεία μιας Έλλης Λαμπέτη, πριν από 47 χρόνια, θα είναι στο μέλλον ένα ακόμη διαμάντι στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Αλλά και στην προσωπική ιστορία της πρωταγωνίστριας, που δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή τη μεγάλη σκιά της Έλλης , ούτε περπάτησε στο δικό της δρόμο. Στηρίχθηκε στις δυνάμεις,το ταλέντο και την εμπειρία της Κατερίνας. Κυρίως ,όμως, εμπιστεύτηκε τον σκηνοθέτη της παράστασης, το, στέρεο Γιάννη Μαργαρίτη, μια διαδρομή χαμηλών τόνων, σεμνότητας και προσωπικής σφραγίδας στο θέατρο μας. Μια Μαραγκού που, στο δύσκολο για κάθε ηθοποιό Θέατρο του Ενός, ξεπέρασε τον ίδιο της τον εαυτό και τις βέκιες, αλλά και πιο προχωρημένες εκδοχές του θεάτρου που έχει τόσα χρόνια υπηρετήσει με υποδειγματική αφοσίωση. Άφησε στην άκρη θεατρικές μανιέρες, μαρκαρίσματα στην κίνηση, περιττούς χρωματισμούς στην εκφορά του λόγου και γνωστές ευκολίες της τηλεόρασης. Παραδόθηκε με πάθος ειλικρινές και νεανικό στο σκληρό στεγνό ρολο της Δεσποινίδας Μαργαρίτας, της δασκάλας όλων μας. Της εκπροσώπου του σχολικού συστήματος που φυλακίζει σώματα, ψυχές, ζωές και μυαλά μικρών παιδιών, όχι για να τα κάνει καλυτέρα, αλλά υπάκουα πλάσματα. Καλός μαθητής, άλλωστε είναι ο υπάκουος μαθητής …..
Όχι αγαπητοί αναγνώστες. Δεν είμαι κριτικός. Μια έμπειρη θεατρική συντάκτρια είμαι κι έχουν δει τα μάτια μου περίπου ότι έχει ανέβει στο ελληνικό θέατρο από το 1972 μέχρι πρόσφατα. Αυτό μας κάνει μισό αιώνα έρωτα με τα σκοτάδια και τα φώτα του Θεάτρου. Και μου επιτρέπει να σας πω σήμερα:
ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ την παράσταση του έργου «Δεσποινίς Μαργαρίτα», στο θέατρο ΑΛΜΑ, με την Κατερίνα Μαραγκού, σε σκηνοθεσία Μαργαρίτη, μετάφραση Ταχτσή , μουσική Κραουνάκη κι ένα δυναμικό εικαστικό σκηνικό ενός σχολείου- φυλακή , μια αίθουσα με τον εφιαλτικό μαυροπίνακα των σχολικών μας χρόνων στην υπερρεαλιστική απεικόνιση του, από την ρουμάνα σκηνογράφο Carmencita Brojboiu. Μη χάσετε τη μεγάλη ερμηνεία μια θεατρίνας που καίγεται σαν το κερί πάνω στη σκηνή και σωριάζεται στο πάτωμα, σαν άψυχη μαριονέτα φωνάζοντας : Η ΤΕΧΝΗ ΕΙΝΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ! Κέντησε μουσικά ο Κραουνάκης. Ένας Σταμάτης αποκάλυψη, με αυτή τη sotto voce σχολιαστική μουσική πινελιά, που έβαζε σε όλη τη διάρκεια της δράσης. Σαν πουλί, εγκλωβισμένο σε δωμάτιο που μια πετά τρομαγμένο, μια θαρραλέο. Ένα φτεροκόπημα ψυχής, που θέλει να ξεφύγει. Ένα μουσικό σύρσιμο, που μέσα στο σκοτάδι έμοιαζε με νότες που πασχίζουν να ξεφύγουν από τη φυλακή…. Η Δεσποινίς Μαργαρίτα του Μαργαρίτη ακροβατεί ανάμεσα στην υστερία της στέρησης και στην χαύνωση που φέρνει η ηδονή της εξουσίας, που ασκεί στα παιδιά. Άλλοτε τρυφερή κι άλλοτε φοβισμένη, αυταρχική, τύραννος δεσμοφύλακας στη φυλακή του σχολείου, η Δασκάλα που έχτισε ο σκηνοθέτης, με φέρον σκεύος την Κατερίνα Μαραγκού είναι θύτης και θύμα, κλεισμένη η ίδια, στην ίδια της τη φυλακή. Το Σχολείο, την πιο τέλεια μηχανή αλέσεως ψυχών μετά την οικογένεια. Φυλακή σώματος, πνεύματος, ψυχών και ονείρων…
Αποτομικρομοναστηρακι του ο Κραουνάκης μετά την πρεμιέρα έγραψε: Με συνδέει κάτι με τον «νεαρό» Ρομπέρτο Αταϋντε,συγγραφέα της Μαργαρίτας. Το 1976 που το έπαιζε η Λαμπέτη σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
Το είχα δει έξη φορές μπορεί και παραπάνω στο θέατρο Διονύσια. Πηγαινοερχόμουν πιτσιρίκι ντηλάροντας μια Δευτέρα
για να κάνω την πρώτη μου συναυλία.
Έτσι μια Δευτέρα του Απριλίου του ‘76
με σκηνικό τον μαυροπίνακα του Διονύση Φωτόπουλου έπαιξα τα πρώτα μου τραγούδια, παρόντος του Μάνου Χατζιδάκι. Κι άρχισε η μουσική μου ζωη. Tο καλοκαίρι η Κατερίνα Μαραγκού μου λέει θέλω να το ανεβάσω! Έτσι μετά από κύκλο τόσων ετών, αυτο το τόσο συγκλονιστικά επίκαιρο έργο, ξαναπήρε σάρκα και οστά, με συνεργάτες εξαιρετικούς! Ξημέρωσε κάνοντας καινούργια όνειρα! Ένα στενό παραπάνω στην οδό Νικηφόρου, η πτώση της πόλης. Ανθρωποι σε καροτσάκια, σκεπασμένοι με κουβέρτες, ντηλ ηρωίνης η άλλη όψη! Κι ένα στενό πιο κάτω μια αυτοθυσιαστική ελληνίδα θεατρίνα λιποθυμούσε φωνάζοντας:
η τέχνη είναι ουσιαστικό!
Αυτή είναι η φάση…
η δικιά μας!
Στην Ελλάδα της ντροπής!

 

Κριτική του Γιώργος Σαρηγιάννη από το tetartokoudouni.blogspot.com, για την παράσταση “Δεσποινίς Μαργαρίτα”

Γιώργος Σαρηγιάννης

Eκείνη είναι η δασκάλα. Στην τελευταία τάξη του Δημοτικού. Εμείς, το κοινό, είμαστε στη θέση των μαθητών της. Σε μας απευθύνεται. Εκείνη είναι η εξουσία. Αυταρχική, βίαιη, με φασίζουσα νοοτροπία και συμπεριφορά. Θέλει να την υπακούμε. Θέλει να μας υποτάξει. Με κάθε μέσο. Με το χάρακα που χτυπάει άγρια πάνω στο γραφείο της. Με αυτά που γράφει στον πίνακα. Με αυτά που λέει. Με αυτά που διδάσκει -βιολογία, μαθηματικά…- με τρόπο αλλόκοτο. Βωμολοχεί ασύστολα. Βρίζει. Προσπαθεί να εκφοβίσει. Προσπαθεί να γοητεύσει. Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα την καίει. Παρασύρεται σε εξομολογήσεις -απωθημένα, συμπλέγματα, φόβοι, ανασφάλειες… αναδύονται. Θέλει να επιβάλει την εξουσία αλλά έμμεσα αποκαλύπτει τους αρμούς, τις αδυναμίες της εξουσίας. Δεν ελπίζει τίποτα -πουθενά δεν βλέπει έναν Μεσία, έναν Ιησού, ένα Άγιο Πνεύμα, λάιτ μοτίφ στο έργο…-, φοβάται τα πάντα, δεν είναι λέφτερη… Είναι γελοία η Δεσποινίς Μαργαρίτα, είναι τραγική αλλά είναι και αυτοσαρκαστική. Ό,τι υπερασπίζεται με πάθος -οικογένεια, θρησκεία, εκπαίδευση, σύστημα που η ίδια εκπροσωπεί…-, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει ότι δεν τα πιστεύει, τα απαξιώνει. Ένα τέρας είναι η Δεσποινίς Μαργαρίτα. Αλλά ένα αξιολύπητο τέρας. Ένας θύτης που, ουσιαστικά, είναι θύμα. Ο Βραζιλιάνος Ρομπέρτου Ατάιτζι (που στα ελληνικά έχει μεταγραφεί ως Ρομπέρτο Ατάιντε) έγραψε το μονόλογό του «Δεσποινίς Μαργαρίτα» (1970, πρώτο ανέβασμα 1972 στην Αργεντινή), με τον υπότιτλο «τραγικοκωμικός μονόλογος για μία παράφορη γυναίκα», στα φλογερά 21 του χρόνια: ένα έργο σαφώς πολιτικό -μία αλληγορία για την καταπίεση που ασκεί στο άτομο η οικογένεια, η εκπαίδευση, η θρησκεία, η κοινωνία, το κράτος… αλλά και μία παραβολή πάνω στο σκληρό δικτατορικό, τότε, καθεστώς της πατρίδας του, της Bραζιλίας. Ένα έργο που, σαφώς, αντανακλά τις επαναστατικές ιδέες της εποχής του και τη νεανική εξέγερση του Μάη του ’68, με σπόρους αναρχίας. Πρόκειται, σίγουρα, για άναρχο πρωτόλειο, όπου ο νεαρός συγγραφέας ρίχνει ανάκατα, χωρίς απόλυτη σαφήνεια, τις ιδέες του στο χαρτί αλλά ένα πρωτόλειο με δύναμη, με ενέργεια νεανική, εκρηκτικό. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μαργαρίτης, πάνω στην παλιά αλλά εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Ταχτσή, έβαλε σε τάξη, σε σειρά το άναρχο κείμενο, χωρίς να το αλλοιώσει ή να το διασκευάσει: η Δεσποινίς Μαργαρίτα του είναι ένα σύμβολο αλλά είναι και μία θηλυκή οντότητα βουτηγμένη στην υστερία και στη νεύρωση και στην ανασφάλεια, ψυχικά διαταραγμένη. Και στο πρόσωπο της Κατερίνας Μαραγκού βρήκε το κατάλληλο όργανο. Η Κατερίνα Μαραγκού, καλή πάντα ηθοποιός, αποσκορακίζει κάθε υποκριτική ασφάλεια, υπερβαίνει τον εαυτό της -αγνώριστη!- , τσαλακώνεται, χωρίς να της λείπει το χιούμορ και καταδύεται στα σπλάχνα, στα μύχια του παράξενου αυτού πλάσματος, αυτού του τέρατος, αφήνοντας όμως και ρωγμές τρυφερότητας. Και με δεινότητα -και με τη καθοδήγηση του σκηνοθέτη- οδηγεί την Μαργαρίτα από το αμήχανο, ανασφαλές, νευρωτικό πλάσμα που εμφανίζεται στην αρχή σε μία καθόλου αρμονική μουσική κορύφωση συντρίβοντας τα στεγανά της: μία ερμηνεία-γεγονός.Η Ρουμάνα Καρμεντσίτα Μπροσμπόγιου με το σκηνικό της -μία φυλακή από μαυροπίνακες-, συμπληρωμένο από τα βίντεο του Γιάννη Ντουσιόπουλου -εκείνες οι λέξεις που συσσωρεύονται…- και με το κοστούμι που έχει σχεδιάσει για την Δεσποινίδα Μαργαρίτα -η γραβατούλα που «παίζει» σε όλη την παράσταση…- αναδεικνύουν τη σκηνοθετική γραμμή. Ο Σταμάτης Κραουνάκης, με τις διακριτικές μουσικές που έχει γράψει, την προωθεί: συμπορεύεται με τη ζοφερή πραγματικότητα της παράστασης αλλά και με τις τρυφερές στιγμές της. Μία πολύ καλή φετινή θεατρική στιγμή. Η οποία μου δικαιολόγησε ένα κείμενο που δεν αγαπούσα και με κράτησε καθηλωμένο. Δείτε την!

 

Κριτική του Νεκτάριου – Γιώργου Κωνσταντινίδη από το theatredublog.unblog.fr, για την παράσταση “Δεσποινίς Μαργαρίτα”

Νεκτάριος – Γιώργος Κωνσταντινίδης

Το έργο του Βραζιλιάνου συγγραφέα ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπροντγουέι στο Ambassador theatre και Αφού έγινε για μεγάλη επιτυχία στη συνέχεια παρουσιάστηκε σχεδόν σε όλο τον κόσμο
(Βλ. Le theatre du Blog)
Σε ένα σχολικό δυστοπικό περιβάλλον των δυτικών κοινωνιών η Δεσποινίς Μαργαρίτα, παραμορφωμένη συνεχώς από το θυμό, χωρίς αγάπη, σχεδόν υστερική, διδάσκει στο δημοτικό σχολείο μιας φτωχής περιοχής σε παιδιά που πάντα ζούσαν και βίωναν την ανάγκη και την φτώχεια. Η δεσποινίς Μαργαρίτα μια φιγούρα που μοιάζει με τον πιο σκοτεινό εφιάλτη, έχει αναλάβει να διαμορφώσει τις ψυχές των μικρών μαθητών της και να τους πλάσει όπως είναι η ίδια αλλά και η κοινωνία, μέσα στην οποία θα είναι τα παιδιά ενός κατώτερου θεού. Τα εκπαιδεύει στην υπακοή, την πειθαρχία και τις εντολές μιας εξουσίας που πηγάζει από τον αμερικανό θεό (το χρήμα) Αλλά όπως είπε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «είμαι με το μέρος των φτωχών, αυτών που δεν έχουν τίποτα και οι οποίοι στερούνται ακόμη και την ηρεμία όσων δεν έχουν τίποτα»
Ο Γιάννης Μαργαρίτης αναδεικνύει το πολιτικό μήνυμα του έργου και δημιουργεί μία παράσταση μεγαλειώδη και με ποιότητα.
Όλα διαδραματίζονται σε μια μεγάλη τάξη με γκραφίτι και βιντεοπροβολές που σχολιάζουν τον μονόλογο. Υπό την μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη αυτή η σπουδαία ηθοποιός Κατερίνα Μαραγκού υποδύεται με εξαιρετικό τρόπο, με απελπισία και χιούμορ, μεταξύ τραγικού και γελοίου, την δεσποινίδα Μαργαρίτα, θύτη και θύμα ενός συστήματος κοινωνικής χειραγώγησης.
Πηγαίνετε οπωσδήποτε να δείτε αυτή την παράσταση.

Mademoiselle Marguerite de Roberto Athayde, traduction de Kostas Tachtsis, mise en scène de Yannis Margaritis

La pièce de cet auteur brésilien créée en 1997 à l’Ambassador Theatre à Broadway, devenue un succès a été jouée un peu partout dans le monde ( voir Le Théâtre du Blog). Dans un milieu scolaire dystopique des sociétés occidentales, Mademoiselle Marguerite,difforme, colérique, mal aimée, presque hystérique enseigne dans l’école primaire d’ un bidonville à des enfants qui vivront à jamais entre les murs du besoin et de la pauvreté.Mademoiselle Marguerite, figure du cauchemar le plus sombre, a pris sur elle de façonner l’âme de ses jeunes élèves, à sa ressemblance et à celle de la société où ils seront les « enfants d’un Dieu inférieur « . Pour les former à l’obéissance, à la discipline et aux ordres d’une autorité qui émane du « Dieu américain » (l’argent). Mais Federico García Lorca disait : «Je suis le partisan des pauvres, de ceux qui n’ont rien et à qui on refuse jusqu’à la tranquilité de ceux qui n’ont rien ».

Yannis Margaritis renforce le message politique de la pièce et crée un spectacle d’une grand. e qualité. Cela se passe dans une grande salle de classe avec des graffitis et en commentaire, des projections vidéo commentent ce monologue. Sur une musique de Stamatis Kraounakis cette grande actrice qu’est Catherine Maragkou joue de façon exceptionnelle, avec désespoir et humour , entre tragique et ridicule, cette Mademoiselle Marguerite, bourreau et victime d’un système de manipulation sociale. Allez voir absolument ce spectacle.

 

Κριτική της Ντίνας Καρρά από το onlytheater.gr, για την παράσταση “Δεσποινίς Μαργαρίτα”

Ντίνα Καρρά

Ο Ρομπέρτο Ατάυντε έγραψε το έργο «Δεσποινίς Μαργαρίτα» κάτω από τη βαριά σκιά της δικτατορίας της Βραζιλίας, αντιπαραβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο το εφιαλτικό αποτέλεσμα κάθε νοσηρής «μεθόδου» οποιασδήποτε καταπιεστικής εξουσίας και σε οποιοδήποτε επίπεδο: εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό κ.α.
Η Δεσποινίς Μαργαρίτα είναι η αυταρχική δασκάλα μιας τάξης του δημοτικού σχολείου, που διαθέτει μέθοδο και τεχνική. Ξέρει να χειραγωγεί τους μαθητές της, άλλοτε γλυκά σαν στοργική μανούλα και άλλοτε βίαια σαν αδυσώπητη τύραννος. Είναι η εξουσία προσωποποιημένη και το μάθημά της δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μάθημα ζωής. Απαιτεί πλήρη αφοσίωση και υποταγή και γι’ αυτό πλάθει, με τη νοσηρή της συμπεριφορά, πειθήνια και φοβισμένα ανθρωπάκια. Αλλά, αυτή που ασκούσε την εξουσία, κάποια στιγμή κουρνιάζει σαν φοβισμένο ζώο στο σκηνικό που έχει στήσει, προσπαθώντας να κρατηθεί στο βάθρο της.
Όμως, η Δεσποινίς Μαργαρίτα δεν είναι μόνο αυτό. Πίσω από το προσωπείο του δυνάστη, κρύβεται ένα τραγικό πρόσωπο που έχει διαγράψει την δική του πορεία μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, έχει υπάρξει και εκείνη μαθήτρια μιας ανάλογης δασκάλας και είναι και άνθρωπος. Παλεύει ανάμεσα στη διττή της ταυτότητα, της εκπαιδευτικού και της γυναίκας. Θα κάνει στους μαθητές μια εισαγωγή στη διδακτέα ύλη, λίγο Βιολογία, λίγο Μαθηματικά, λίγο Ιστορία, λίγο Γραμματική. Όμως, το μάθημά της, ουσιαστικά, φλερτάρει με τη ζωή και τον θάνατο, τη δικαιοσύνη και την αδικία, την ισότητα, το σεξ, μα πάνω απ’ όλα με την ισχύ της εξουσίας.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μαργαρίτη, στο ενδεικτικό σκηνικό της Carmencita Brojboiou, πατώντας στη χυμώδη μετάφραση του Κώστα Ταχτσή, τόνισε με μαστοριά την αλληγορία του έργου, αξιοποιώντας την εύπλαστη υποκριτική δεινότητα της Κατερίνας Μαραγκού. Στο πρόσωπό της είδαμε την υστερία και την παράνοια μιας συναισθηματικά στείρας δασκάλας, την αυτάρεσκη αλαζονεία της ως άξιο γρανάζι της καταχρηστικής εξουσίας, αλλά και τον φόβο μιας καταπιεσμένης ύπαρξης. Πότε σε γλυκοκοιτάζει και πότε σου ταράζει την ψυχή. Υποτιμά, λοιδορεί, εξευτελίζει, τιμωρεί και εκφοβίζει αυτούς που δικαιούνται τα αγαθά της μάθησης και της γνώσης. Αλλά θα κλείσει το ψυχοράγημά της κάνοντας την ανατροπή με ένα μήνυμα κατά της βίας. «Κάνετε πάντα το καλό. Απ’ όλους τους δρόμους είναι ο μόνος που οδηγεί στην ευτυχία», θα ομολογήσει στο φινάλε.
Ο Σταμάτης Κραουνάκης σε εύγλωττο διάλογο με τη Δεσποινίδα Μαργαρίτα.
«Ποια είναι τα παιδάκια που οι μεγάλοι αγαπούνε;…τα παιδάκια που υπακούνε».
«ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ», με αλήθειες μεγάλες, με αλήθειες μισές, με αλήθειες που πονούν εντέλει.

 

Κριτική της Μαρίας Μαρή από το in2life.gr, για την παράσταση “Δεσποινίς Μαργαρίτα”

Μαρία Μαρή

Ο Ρομπέρτο Ατάϋντε εμπνεύστηκε και έγραψε το έργο κάτω από τη βαριά σκιά του δικτατορικού καθεστώτος της Βραζιλίας. Ανέβηκε για πρώτη φορά το 1973 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα, οι παραστάσεις απαγορεύτηκαν από τις Αρχές, το κείμενο πέρασε από λογοκρισία και ξαναπαίχτηκε, αφού επιβλήθηκαν περικοπές.

Μια προσωπικότητα, ένας τραγικός κλόουν, μια γυναίκα μοιρασμένη ανάμεσα στη γυναίκα και στη δασκάλα, η ηρωίδα του Ατάιντε πασχίζει να υψώσει τη φωνή της. Από τη μία είναι τα μαθήματα Γεωγραφία, Βιολογία, Ιατρική, Σεξολογία, το εκπαιδευτικό σύστημα και η τάξη και από την άλλη υπάρχει η ζωή με τις μεγάλες ερωτήσεις και απορίες της.

Ο θάνατος, η Δικαιοσύνη και η αδικία, η ισότητα, η εξουσία, οι σχέσεις. Με έναν λόγο βίαιο, με μια ροπή προς την υπερβολή και (ενίοτε) τη γελοιότητα και με την απαίτηση για τυφλή υπακοή η Δεσποινίς Μαργαρίτα ζητεί υποταγή- την ίδια στιγμή που αναρωτιέται για την εξουσία. Και προτού φύγει προειδοποιεί: «Η Δεσποινίς Μαργαρίτα έχει ακόμη πολλά να σας διδάξει». Η δεσποινίς Μαργαρίτα είναι απρόβλεπτη δε γνωρίζει τι θα την εξοργίζει και πότε. Κατάφερε να δείξει με απόλυτη φυσικότητα όλες τις αντιφάσεις της, την ημιμάθειά της, τα απωθημένα της, την εμπάθεια αλλά και τους φόβους της. Γιατί η δεσποινίς Μαργαρίτα, όπως και η κάθε λογής εξουσία, φοβόταν την αμφισβήτησή της και την ανατροπή της.

Το έργο έγινε γνωστό στην Ελλάδα όταν η Έλλη Λαμπέτη το πρωτοπαρουσίασε το 1975. Ένας μονόλογος, σε μετάφραση Κώστα Ταχτσή και σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, στο θέατρο Διονύσια. Η επιτυχία εκείνης της παράστασης ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Και η ιδιόρρυθμη δασκάλα ταυτίστηκε με την ερμηνεία της Λαμπέτη. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μαργαρίτης ενέταξε στην παράσταση τη φωνή της, φόρο τιμής σε αυτήν την εξαιρετική παράσταση, σαν να παίρνει την σκυτάλη κατευθείαν από την Έλλη Λαμπέτη, η Κατερίνα Μαραγκού.

Πρόκειται όμως για ένα βίαιο και σκληρό έργο που θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα. Τόσο σύγχρονος και τόσο αληθινός αλλά και αστείος και σαρκαστικός συγχρόνως ο Ρομπέρτο Ατάυντε . Η Δεσποινίς Μαργαρίτα αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο που έχει εξουσία. Είναι αυτή που εξουσιάζει μια ολόκληρη τάξη. Αλλά κάπως έτσι δεν συμβαίνει και στην πραγματικότητα;

« Καλησπέρα σας. Όπως ήδη γνωρίζετε είμαι η καινούργια σας δασκάλα. Ονομάζομαι Δεσποινίς Μαργαρίτα. Το γράφω στον πίνακα για να το θυμάστε. Πριν αρχίσουμε, θα ήθελα να γνωριστούμε λιγάκι. Στη συνέχεια θα σας πω δυο λόγια για τη σημασία της εκπαίδευσης. Υπάρχει κανείς εδώ μέσα που να ονομάζεται Μεσσίας; Ιησούς; Όχι; Άγιο Πνεύμα; Κάποιος σε αυτήν την τάξη που να ονομάζεται Άγιο Πνεύμα; Είστε σίγουροι; Ωραία. Η Διεύθυνση μου το είχε πει πως είσθε ένα καλό τμήμα». Οπότε αφού δεν υπάρχει θαύματα αναγκαστικά θα πρέπει να δουλέψουν, να κοπιάσουν για τη γνώση και να υπακούν. Σαν έκπτωτοι οι μαθητές από τον παράδεισο τώρα πια θα είναι αναγκασμένοι να ιδρώσουν για το αγαθό της γνώσης, να βασανιστούν. Μόνο ο θεός θα μπορούσε ίσως να αντισταθεί στο λόγο της δεσποινίδας Μαργαρίτας.

Η Βιολογία όπως τους λέει έχει αρχή μέση και τέλος. «Όλοι σας θα πεθάνετε!
Αύριο, θα σας βάλω να γράψετε μία έκθεση. Θέλω να είναι η ωραιότερη έκθεση της ζωής σας. Η πιο δημιουργική. Θέμα: Η κηδεία σας. Θέλω ο καθένας σας να περιγράψει την κηδεία του με δικά του λόγια, χωρίς αντιγραφές! Αν τσακώσω δυο κηδείες που να μοιάζουν μεταξύ τους, έστω και τόσο δα, θα τις μηδενίσω και τις δύο! Θέλω ν’ αφήσετε τη φαντασία σας να οργιάσει. Θέλω η κηδεία του καθενός να είναι πρωτότυπη. Μοναδική. Έτσι, μόνον, έτσι μαθαίνεται η Βιολογία!» Εμπεδώνει κανείς έτσι την πεπερασμένη φύση του και τα όριά του.

Τα σκηνικά και το κοστούμι της Δεσποινίδας Μαργαρίτας από την Carmencita Brojboiu δημιουργούν μια περίκλειστη τάξη σκοτεινή, με μια χαραμάδα στο βάθος και ένα αμφίφυλο κοστούμι, μια όχι και τόσο θελκτικής γυναίκας.

Η σκηνική παρουσία του μονολόγου είναι η έδρα της δασκάλας, ένας χάρακας, ενώ οι μαθητές της είναι οι θεατές που την παρακολουθούν. Η Δεσποινίς Μαργαρίτα αρχικά νιώθει άβολα, ψάχνει τα πατήματά της μέχρι να ξεδιπλώσει τον φασιστικό της χαρακτήρα, που κατά βάση κρύβει τον φόβο της πτώσης της. Φορά κοστούμι και γραβάτα, έχει ένα αυστηρό, θα έλεγε κανείς ύφος εξουσιαστή. Σηκώνει συχνά το χέρι σαν φασιστικό χαιρετισμό, δεικνύοντας κάπου ψηλά με πυγμή θυμίζοντας έτσι τη φυσιογνωμία του Τσάπλιν να διακωμωδεί τον Χίτλερ. Μοναδική η Κατερίνα Μαραγκού! Ερμηνεύει τη λεπτομέρεια. Πραγματικά κεντά τον λόγο και την κίνηση. Τρομάζει τα παιδιά με την παρουσία της, με την κίνηση και τα χτυπήματα του χάρακα, που λειτουργεί σαν μαστίγιο.

Στους τοίχους της τάξης υπάρχουν συνθήματα : «Παιδεία σημαίνει παιδεύω», «Ποια είναι τα παιδάκια που οι μεγάλοι αγαπούνε; Είναι τα παιδάκια που υπακούνε», ενώ η τάξη μοιάζει με φυλακή. Βασικά στοιχεία της παράστασης προβάλλονται στο πίσω μέρος της σκηνής, συνθήματα της δεσποινίδας Μαργαρίτας που πρέπει να αφομοιωθούν από τους μαθητές της και ο σκελετός για το μάθημα της Βιολογίας, που βέβαια υπενθυμίζει πόσο ρευστά και φρούδα είναι όλα και πως κάθε αυτοκρατορία, κάθε εξουσία πάντοτε θα πεθαίνει, θα καταλήγει, θα καταρρέει. Είναι η φυσική μοίρα των θνητών και όλων των γήινων πραγμάτων.

Η Δεσποινίς Μαργαρίτα του Ρομπέρτο Ατάϋντε είναι ένα έργο που θίγει διάφορα ζητήματα με εύστοχους και μερικές φορές όχι τόσο εμφανείς παραλληλισμούς. Το κείμενο, κείμενο πρωτίστως αναρχικό και άρα πλήρες πολιτικών και κοινωνικών προβληματισμών, με κεντρικό θέμα να έχει την εξουσία σε όλες της τις μορφές: μες στην οικογένεια, μες στο σχολείο και την εκπαίδευση γενικότερα, ως εγγενές χαρακτηριστικό του κράτους, της κοινωνίας, της θρησκείας, της ηθικής και των όλων των άλλων φορέων που επιχειρούν να χειραγωγήσουν τνα άνθρωπο και να ελέγξουν την σκέψη του. Είναι πραγματικά ευφυέστατος ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας παραθέτει τις μορφές που μπορεί να πάρει η εξουσία, αποκαλύπτοντας τον συσχετισμό, την αλληλεπίδραση και κυρίως την αναπαραγωγή των διάφορων εκφάνσεών της. Δασκάλα της δεσποινίδος Μαργαρίτας ήταν η κυρία Μαργαρίτα. Η μία θέριεψε την άλλη. Το όνομα αλλάζει, ο πυρήνας της εξουσίας παραμένει η ίδια και κομμάτι της είναι η καταπίεση. Καθόλου τυχαία η αντιπαράθεση της εξουσίας του σχολείου με εκείνη της οικογένειας. Εξάλλου η δεσποινίς Μαργαρίτα ενημερώνει τους μαθητές της πως αποτελεί τη δεύτερη μητέρα τους. Οι γονείς τους τους αναγκάζουν να πηγαίνουν στο σχολείο γιατί τα παιδιά δεν θέλουν πραγματικά. Βρίσκονται στο σχολείο χωρίς τη θέλησή τους. «Οι γονείς σας πληρώνουν για να μην υπάρχετε! Τίποτα δεν είναι πιο ακριβό από το τζάμπα. Η δημόσια δωρεάν παιδεία είναι πιο ακριβή από την ιδιωτική.» Απαιτεί αλληλοκατανόηση και αρμονική συνεργασία και δημιουργεί ένα τοπίο σκοτεινό και δυστοπικό. « Η τυφλή υπακοή είναι η υψηλότερη αρετή.» Ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να δεχτεί την ανυπακοή.

Η υπακοή και η πειθαρχία τονίζονται συχνά από τη δεσποινίδα Μαργαρίτα, με τρόπο που παραπέμπει στο κράτος και στην επιβολή κοινωνικών κανόνων. Η δεσποινίς Μαργαρίτα στο έργο επιβάλλεται σε μαθητές, σε εφήβους· αναφέρεται όμως πολλές φορές και στη μετά το σχολείο περίοδο της ζωής τους, υπενθύμιση ότι το παιχνίδι συνεχίζεται εσαεί. «Όλος ο κόσμος θέλει να είναι δεσποινίς Μαργαρίτα», λέει. Οι εξουσιαζόμενοι θα ήθελαν να είναι εξουσιαστές. Δεν ενοχλεί η εξουσία φαίνεται, ενοχλούνται όσοι δεν την έχουν και δεν την ασκούν.

Η Δεσποινίς Μαργαρίτα δεν είναι μόνο ο εξουσιαστής, είναι ίσως το φερέφωνο της ημιμάθειας, της ψευδεπίγραφης ηθικής , μία καταγραφή της παραφροσύνης ενός ψυχωτικού προσώπου στους μαθητές του. Σόκαρε με τα ξεσπάσματά της, με αυτά που δίδασκε στους μαθητές της, με τις κινήσεις της, με αυτά που τόνιζε όταν τα έγραφε στον πίνακα για να μην τα ξεχάσουν οι μαθητές – θεατές.

Ωραίος ο φωτισμός, το στήσιμο της δεσποινίδας Μαργαρίτας από τον σκηνοθέτη της παράστασης Γιάννη Μαργαρίτη. Όταν μιλά στο μικρόφωνο η σκιά της στη σκηνή μεγεθύνει την απειλή αυτού του σχιζοφρενούς προσώπου.

Το πρόσωπο αυτό είναι αποκύημα μιας κοινωνίας που νοσεί και πάσχει από υποκριτικό φασισμό. Αποδοκιμάζει τους ομοφυλόφιλους και για τον εαυτό της προκαλεί τους πάντες να την ονομάσουν όπως θέλουν « αγάμητη, φαρμακομούνα, υστερική» δεν τη νοιάζει, ενώ τους απειλεί ότι θα τους κλωτσήσει. Θα ήθελε να την αγαπούν όμως , όπως και αυτή τους σέβεται και τους αγαπά. Η υποκρισία ξεχειλίζει. Δημιουργεί δήθεν την εντύπωση του σεβασμού για να τους απομακρύνει και να μπορεί να τους ελέγχει και να τους λοιδορεί όποτε επιθυμεί. Γίνεται μια φυσιογνωμία «Γκραν γκινιόλ», επιχειρώντας και πετυχαίνοντας ένα θέατρο του τρόμου. Κάθε τόσο ακούγονται πυροβολισμοί. Απόηχοι ενός ανελεύθερου καθεστώτος. Στην περίπτωση μιας μπόμπας βρωμούσας στην τάξη, απειλεί να τους τιμωρήσει όλους αν δεν φανερωθεί ο υπαίτιος.

Τους υπενθυμίζει ότι τα βάσανα του Ιησού Χριστού δεν τελειώνουν ποτέ, οπότε τους προτείνει να ασχοληθούν με τη Βιολογία.

Μετά τις απειλές και τους χαρακτηρισμούς, μετά τον τρελό μοναδικό χορό της πέφτει κάτω εξαντλημένη και ζητά συγγνώμη, λέγοντας ότι ακόμα και η Δεσποινίδα Μαργαρίτα μπορεί να κάνει λάθη. Τους διώχνει με το χτύπημα του κουδουνιού, ενώ τους προσκαλεί να σκεφτούν όσα τους είπε και να θυμούνται να κάνουν το καλό γιατί αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την ευτυχία.

Μετά από όσα έχουν προηγηθεί ο Ατάϋντε κλίνει το έργο με ένα σαρκαστικό μειδίαμα.

Η λειτουργική σκηνοθεσία του Γιάννη Μαργαρίτη , ο εξαιρετικός μουσικός σχολιασμός του Σταμάτη Κραουνάκη στήριξαν απόλυτα τη μοναδική ερμηνεία αυτής της μεγάλη ηθοποιού, της Κατερίνας Μαραγκού, η οποία δεν φοβήθηκε τη σύγκριση με το ιερό τέρας την Έλλη Λαμπέτη και δημιούργησε μια πρωτότυπη, σύγχρονη, εφιαλτική Δεσποινίδα Μαργαρίτα με χαρακτηριστική κίνηση και παράνοια. Μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσει κανείς.

 

Κριτική της Αλεξίας Βλαράς από το theatromusicbooks.blogspot.com, για την παράσταση “Δεσποινίς Μαργαρίτα”

Αλεξία Βλαρά

Πρεμιέρα είχε η παράσταση Δεσποινίς Μαργαρίτα του Ρομπέρτο Ατάϋντε στο θέατρο Άλμα με την Κατερίνα Μαραγκού να δίνει μαθήματα υποκριτικής σε ένα κατάμεστο θέατρο που την χειροκρότησε θερμά στο τέλος της παράστασης. Ο σπουδαίος Ρομπέρτο Ατάϋντε τίμησε με την παρουσία του την παράσταση και ήταν ενθουσιασμένος και ιδιαίτερα συγκινημένος με το αποτέλεσμα της παράστασης.

Η Κατερίνα Μαραγκού σε έναν από τους εμβληματικότερους και σημαντικότερους ρόλους της μακρόχρονης καριέρας της ήρθε για να μας πείσει πως είναι η Δεσποινίς Μαργαρίτα. Αμεση, καυστική, κωμική, δραματική, έναν ζωντανός κλόουν θεατρικός επί σκηνής, τσαλακώνει πλήρως την εικόνα της όμορφης πρωταγωνιστριας που γνωρίζαμε ως τώρα και ανεβάζει τον πήχη πολύ ψηλά.
Αρωγός σε αυτό ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Μαργαρίτης, που έδωσε άλλη διάσταση στην παράσταση, την ανανέωσε, την ταρακούνησε, βρήκε λόγο και αφορμή ύπαρξης στο σήμερα. Μια ματιά φρέσκια, ανατρεπτική, γροθιά στο στομάχι.

Ο μεγάλος Σταμάτης Κραουνάκης έχει σημαντικό ρόλο και παρουσία στην παράσταση με την μουσική του που παίζει κανονικά και που στο σύνολο της απογειώνει την έτσι κι αλλιώς υπέροχη δουλειά. το λειτουργικό και λιτό σκηνικο μαζί το κοστούμι της κυρίας Μαραγκού έρχονται να συμπληρώσουν μία ομαδική δουλειά υψηλής αισθητικής.

Η μετάφραση του Κώστα Ταχτσή σκληρή και καίρια όσο ποτέ παίρνει σάρκα και οστά από την Κατερίνα Μαραγκού που κυριολεκτικά σαρώνει στη σκηνή. Την ομάδα έρχεται να κουμπώσει η Νταίζη Λεμπέση, κάνοντας άθλο και οργανώνοντας επίσημη πρεμιέρα μέσα σε δύο ημέρες.

Αξίζει να σημειωθεί πως το θέατρο γέμισε ασφυκτικά από δημοσιογράφους που τίμησαν με την παρουσία τους την παράσταση και που η ίδια η Νταίζη Λεμπέση φρόντισε όχι μόνο πριν αλλά και μετά το τέλος της παράστασης έχοντας από ένα χαμόγελο και μία αγκαλιά στον κάθε ένα από εμάς.

Σε μια ημέρα γεμάτη εκδηλώσεις το φιλόξενο και όμορφο Θέατρο Άλμα της Κατερίνας Μαραγκού γέμισε από ανθρώπους του πολιτισμού που μετά από πέντε αυλαίες δε σταμάτησαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν μπράβο.

Η βραδιά συνεχίστηκε ως το ξημέρωμα με κρασιά και εδέσματα στο φουαγιέ του θεάτρου με την ίδια την κυρία Μαραγκού να είναι ιδιαίτερα ευτυχισμένη. Αξίζει να σημειωθεί το άδειο κάθισμα με την ανθοδέσμη στην πρώτη σειρά , ήταν η θέση του συζύγου της Βίλη Ανδρέου.

Η σπουδαία παράσταση είναι η πλέον κατάλληλη για τη νεολαία με την φρέσκια της και ανατρεπτική ματιά. είναι μια παράσταση που πρέπει να δουν όλοι.

 

Κριτική του Άγγελου Μπούρα από το grafei.wordpress.com, για την παράσταση “Δεσποινίς Μαργαρίτα”

Από τον ποιητή, θεατρολόγο, μεταφρασιολόγο και κριτικό
Καθηγητή Κωνσταντίνο Μπούρα

Γιατί υπάρχουμε και πέρα από τις αισθήσεις. «Δεν είμαι κόκκαλα και τένοντες», λέει ο Σωκράτης δια γραφίδος Πλάτωνος.

Δεν είμαστε εκείνο το σακκί με τα οστά στο μάθημα τής Ανατομίας τής έκτης τάξης τού Δημοτικού Σχολείου.

Είμαστε εκείνη η ενέργεια που μας αναζωπυρώνει κάθε που μας αγγίζει το κρύο χέρι τού Φόβου. Και ποιος τρανότερος Φόβος από τον Θάνατο; Ο πατριάρχης όλων των φόβων: το Σκοτάδι, η Ανυπαρξία, το Κενό, το Τίποτα.

Κι ο Έρωτας; Επί-δεσμος στις πανάρχαιες πληγές τής ενοχοποιημένης Ανθρωπότητας.

Εκπληκτική η μετάφραση τού Κώστα Ταχτσή.

Αγέραστος κι αειθαλλής ο συγγραφέας Ρομπέρτο Ατάϋντε στη χθεσινή (12/12/2022) παράσταση τού διαχρονικού αυτού πολυεπίπεδου έργου με τους άπειρους (κι όχι πάντα ευερμήνευτους) συμβολισμούς.

Ο Γιάννης Μαργαρίτης είναι σημαντικός (για να μην πω «μεγάλος» και τον αδικήσω), είναι πολυπρισματικός και πολύχρωμος σκηνοθέτης / δάσκαλος ηθοποιών. Κατέχει την υποκριτική τέχνη σε τέτοιο βαθμό που μπορεί ΚΑΙ να την διδάξει. Αντικαθιστά τους όποιους αυτοματισμούς με τον πλήρη έλεγχο των εκφραστικών μέσων (όχι μόνον εκ μέρους των ηθοποιών, αλλά εκμαιεύει απ’ όλους τους συντελεστές τον καλύτερο εαυτό τους).

Η Κατερίνα Μαραγκού είναι σεμνή, διακριτική, επίμονη κι εργατική διονυσιακή τεχνίτις. Ξέρει να μετράει τα λόγια, να περιορίζει τις κινήσεις της, να τονίζει το ουσιαστικό, να ζωγραφίζει τα επίθετα, να τραγουδάει τις αφηγήσεις, να ανταπεξέρχεται στην αναπόφευκτη μονοτονία των μονολόγων.

Ως μουσική παρτιτούρα σκηνοθετήθηκε αυτό το αριστουργηματικό κείμενο, ελαφρά τροποποιημένο προκειμένου να ταιριάξει στην ταραγμένη, προβληματική και προβληματισμένη εποχή μας.

Το laptop, απαραίτητο συμπαρομαρτούν κάθε σύγχρονης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όπως κι ο προβολέας στο βάθος που αντικατέστησε και δεν αντικατέστησε τον παραδοσιακό μαυροπίνακα.

Στο ομιλόν δραματικό πρόσωπο τώρα: η Δεσποινίς Μαργαρίτα εκφράζει μύχιες σκέψεις της. Έτσι θα μιλούσε η καταταλαιπωρημένη ψυχή της, αν μιλούσε. Αυτό δείχνεται επί σκηνής με δύο τρόπους: όταν απευθύνεται χρησιμοποιεί το μικρόφωνο. Όλα τα άλλα είναι εσωτερικός μονόλογος, παραλήρημα κατάλληλα διαπλασμένο έτσι ώστε να «ακούγεται» βάσει κάποιας προφανούς (ή μη) θεατρικής συμβάσεως.

Αυτός ο περίεργος δυισμός προκαλεί την απαραίτητη αντίθεση, το χάσμα εκείνο μέσα από το οποίο αναδύεται η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η καυτηρίαση και ο σχολιασμός των κακώς κειμένων τού παγιωμένου εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά και του πολιτισμού μας εν γένει…

Βαθιά αναρχικός, αντιεξουσιαστικός ο λόγος. Όχι όμως και αποδομητικός. Ενέχει το πουριτανικό πνεύμα τής προτεσταντικής ενοχής χάριν του εμπορίου και της πραγματιστικής θεώρησης τού κόσμου. Η πρώτη αμαρτία δικαιολογείται, η δεύτερη καυτηριάζεται, η τρίτη θεωρείται αντικοινωνική εκτροπή και επιφέρει σοβαρές συνέπειες ως τιμωρία.

Εδώ δεν υπάρχουν συγχωροχάρτια.

Ο κόσμος ως διαρκές (δια βίου) ανά-μορφωτήριο.

Υπεραισιόδοξη εκδοχή τού κόσμου.

Δείτε το. Μην το χάσετε!!!

 

Κριτική της Αγγελικής Μπάτσου από το kallitexnes.gr, για “Δεσποινίς Μαργαρίτα”

Αγγελική Μπάτσου

Βρεθήκαμε στο θέατρο “Άλμα”, για να παρακολουθήσουμε την παράσταση “Δεσποινίς Μαργαρίτα”, του βραζιλιάνου Ρομπέρτο Ατάϋντε, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη. Ο ιδιαίτερος και απαιτητικός αυτός μονόλογος ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το 1975, με την Έλλη Λαμπέτη. Έχοντας μεσολαβήσει 47 χρόνια ως σήμερα, και έπειτα από πολλές επανεμφανίσεις του θεατρικού, είχαμε την ευκαιρία, μέσα από τη μετάφραση του Κώστα Ταχτσή, να θαυμάσουμε την ξεχωριστή ερμηνεία της Κατερίνας Μαραγκού, σε μια σκηνοθετική πρόταση του έτους 2022.

Προκειμένου όμως να κατανοήσουμε τον μονόλογο αυτό, σωστό θα ήταν να αναφέρουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε. Ο συγγραφέας ξεκίνησε να συνθέτει το θεατρικό αυτό στη διάρκεια της δικτατορίας στη Βραζιλία, σε μια εποχή έντονων αναταραχών και αλλαγών σε κάθε επίπεδο της ζωής. Οι αυταρχικές κυβερνήσεις ήρθαν στην εξουσία σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική την δεκαετία του ’70 και του ’80 με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες τις είδαν ως προπύργιο κατά της εξάπλωσης του κομμουνισμού. Τι είναι όμως αυτός ο αυταρχισμός ο οποίος εφαρμόζεται με απόλυτη επιτυχία τόσο στα δικτατορικά όσο και στα κομμουνιστικά καθεστώτα;

Η μορφή αυτή επιβολής εξουσίας, η οποία θέτει σε σιγή τον διάλογο και το δικαίωμα της αμφισβήτησης και αντιδικίας, ριζώνει μέσα από νομοθετικές και κοινωνικές προσταγές. Το σχολείο, η πηγή και η ρίζα της ανθρώπινης νόησης και ηθικής εξέλιξης, είναι το τέλειο έδαφος καλλιέργειας μιας ιδεολογίας και μιας γενικής στάσης ζωής. Κυοφορεί μια νέα κοινωνία η οποία πρέπει να ακολουθεί την εκάστοτε μορφή εξουσίας που την εκπροσωπεί. Τι γεννά όμως ένα τέτοιο καθεστώς; Υπακοή. Φόβο. Αυταρχισμό και έλλειψη ανθρωπιάς από το μέρος του εκπαιδευτικού. Πειθήνια όργανα της τάξης τα οποία θα βγουν στο μέλλον ως πρόβατα προς σφαγή. Αυτοί είναι οι μαθητές. Τι έχει κερδηθεί; Και κυρίως…τι έχει χαθεί; Σε αυτά τα ερωτήματα έρχεται να μας απαντήσει η Δεσποινίς Μαργαρίτα.

Υπόθεση της παράστασης

Ποια είναι η Δεσποινίς Μαργαρίτα;

Αν είναι όντως πρόσωπο υπαρκτό, είναι μια γυναίκα σε ώριμη ηλικία, η οποία μεγάλωσε και σπούδασε πριν την δικτατορία του 1964-1985. Ίσως γι αυτό το λόγο μέσα σε κάποια στιγμή του έργου την ακούμε να μονολογεί “γιατί και η Δεσποινίς Μαργαρίτα ήταν άνθρωπος”. Ήταν; Τι της συνέβη και έπαψε να είναι πια; Προφανώς, ό,τι συνέβει στην ίδια της τη χώρα στη διάρκεια των είκοσι αυτών χρόνων. Οπότε, το μόνο που μπορεί να διδάξει ως εκπρόσωπος της νέας τάξης πραγμάτων (για εκείνη την εποχή), είναι η επιβολή της εξουσίας. Μιας αυταρχικής εξουσίας, η οποία εκπροσωπεί όχι μόνο το σχολείο αλλά και τον έξω κόσμο. Μιλάμε για τη δύναμη της κυβέρνησης, της εκκλησίας, της οικογένειας, των συνανθρώπων, για μια ωμή επιβολή ισχύος η οποία καθρεφτίζεται ακόμα πιο ξεκάθαρα μέσα από το περιβάλλον ενός σχολείου. Η Δεσποινίς Μαργαρίτα, ντύνεται η εκπρόσωπος της ίδιας της της χώρας και μας παραδίδει μαθήματα του πώς κάποιος μπορεί να κλέψει και να καταπατήσει την ατομικότητα και την ελευθερία του άλλου και να τον μετατρέψει σε ένα πειθήνιο και υπάκουο πρόβατο. Άλλωστε, η λέξη “υπακοή”, μοιάζει να είναι η αγαπημένη λέξη της Δεσποινίδας Μαργαρίτας…
Ανάλυσης της παράστασης

Η Δεσποινίδα Μαργαρίτα, ή ίσως Δεσποινίδα Βραζιλία, γνωρίζει καλά ότι έχει πάψει πλέον να είναι άνθρωπος, για τον λόγο ότι η ύπαρξή της δεν προστατεύει και δεν ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο. Η συμπεριφορά στα “παιδιά” της δεν είναι συμπεριφορά ενός γονέα που πραγματικά επιθυμεί το ευ ζειν για αυτά. Είναι σαφές ότι αγαπάει ακόμα τις μνήμες από το αγνό παιδί που ήταν κι η ίδια κάποτε και κάπου μέσα της αγαπάει τα παιδιά γι αυτό. Όμως, γνωρίζει επίσης καλά ότι ως έρμαιο κι εκείνη της εξουσίας, οφείλει να δημιουργεί μελλοντικούς ενήλικες, που είναι έτοιμοι να ενταχθούν στο σύστημα και τους είναι αδύνατον να αποδράσουν από αυτό. Εκείνη, και πολλές άλλες “Δεσποινίδες Μαργαρίτες”. Τόσο του εκπαιδευτικού, όσο και του γενικού συστήματος. Άλλωστε, όπως λέει και η ίδια, “όσοι παραβάτες πάνε στο γραφείο του Διευθυντή, τους τρώει η μαρμάγκα. Δεν τους ξαναβλέπει ποτέ κανείς”. Θα αναφέρω μόνο αυτό: η στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας καταπνίγοντας την ελευθερία του λόγου, κατέστειλε βίαια την αντιπολίτευση, σκότωσε ή εξαφάνισε περίπου 475 επικριτές, συμπεριλαμβανομένων μελών της ένοπλης αντίστασης, και βασάνισε χιλιάδες ακόμη. Τι περισσότερο να διδάξει το συγκεκριμένο μάθημα και “σχολείο”;

Στη σκηνή του θεάτρου “Άλμα”, ο σκηνοθέτης Γιάννης Μαργαρίτης, βασισμένος σε αυτή τη λογική, δημιουργεί μια μοντέρνα και ταυτόχρονα διαχρονική παράσταση, η οποία μέσα από ποικίλα ταξίδια σε ρυθμούς και αισθήματα, κατορθώνει να απεικονίσει την κοινωνία σε όλη της την αλήθεια. Μέσα από ταξίδια ευαίσθητου ποιητικού ρεαλισμού, τα οποία διασταυρώνονται με ονειρικά, εξπρεσιονιστικά απόκρημνα, ερημικά και ενίοτε επιθετικά μονοπάτια, μέσα από μαύρο χιούμορ, θυμό, δραματικότητα μα και απλότητα, ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να συνθέσει μια παράσταση η οποία με ανατρεπτική διάθεση, προβληματίζει και ταυτόχρονα λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, μέσα από ένα ταξίδι μνήμης και υπενθύμισης αυτής.

Η Κατερίνα Μαραγκού ως Δεσποινίς Μαργαρίτα, εκπροσωπεί κάτι παραπάνω από επάξια, κάθε αρχέγονη μορφή εξουσίας η οποία άσχετα από φύλο και ηλικία, υφίσταται ως παρουσία προκειμένου να επιτελέσει κάποιο σκοπό. Ντυμένη με ανδρικό μαύρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο (όπως κάθε καθωσπρέπει εκπρόσωπος της εκάστοτε αρχής), δίνει μια παράσταση η οποία είναι προορισμένη να μην σβηστεί από τη μνήμη του κοινού. Κατορθώνοντας να περάσει και να μοιραστεί ποικίλα συναισθήματα και μέσα από αμέτρητες εναλλαγές διαθέσεων, η ηθοποιός κατορθώνει να φέρει εις πέρας έναν ιδιαίτερα απαιτητικό θεατρικό ρόλο, με τέλειο επαγγελματισμό και μαεστρία.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Carmencita Brojboiu, τα οποία τείνουν να αγγίξουν την έννοια του μεταμοντέρνου, συμβαδίζουν τέλεια με τον διαχρονικό και αμφιφυλοφιλικό χαρακτήρα που θέλει να αποδώσει ο σκηνοθέτης, μια και το θεατρικό αυτό ως σύνθεση αγγίζει τα όρια της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογικής μελέτης. Η μινιμαλιστική, όμορφα ξεχωριστή μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, αποτελεί το τέλειο συμπλήρωμα της παράστασης αυτής.

Γνωρίζουμε όλοι ότι το σχολείο ως παρουσία και ως λειτουργικός θεσμός, είναι η βάση της κοινωνίας του μέλλοντος. Στο περιβάλλον αυτό θρέφονται και εκπαιδεύονται άγιοι, μα και τέρατα. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού ως πιόνι του συστήματος, γεννά ανάλογα πιόνια. Στην πραγματικότητα, η Δεσποινίς Μαργαρίτα, είναι το παιδί που όλοι μας, κρύβουμε μέσα μας και όλοι μας όταν μεγαλώσουμε προσπαθούμε να ξεχάσουμε. Το παιδί αυτό έχει εκ φύσεως τις σωστές αρχές μέσα του: αίσθηση ελευθερίας, αθωότητα, ειλικρίνεια, αισιοδοξία, αίσθηση δικαιοσύνης και όνειρα. Ο κόσμος όμως των μεγάλων, με τη μορφή κάθε επιβολής συστήματος (κοινωνικού, παιδαγωγικού, πολιτικού), έρχεται όχι να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, αλλά να τα μετατοπίσει σε εντελώς λανθασμένες αξίες οι οποίες αποπροσανατολίζουν και κάνουν τους ανθρώπους να χάνουν την πραγματική τους ταυτότητα. Το θεατρικό έργο που θα δείτε στο θέατρο “Άλμα”, έχει σίγουρα να θίξει πολλά καίρια ζητήματα, στα οποία αξίζει να δώσετε την προσοχή σας.

 

Κριτική του Λέανδρου Πολενάκη από την Αυγή, για ” Το Γλυκό πουλί της νιότης “

ΑΥΓΗ, 15/2/2016

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ

Τα βήματα των Ερινύων

Το «Γλυκό πουλί της νιότης» (1959) είναι ένα από τα ποιητικότερα και συνάμα τα πιο πολιτικά έργα του Τέννεση Ουίλλιαμς. Tα πιο πάνω κρύβονται προσεκτικά πίσω από μια μάσκα ωμού ρεαλισμού. Η μυωπική λογοκρισία του υστερικού αντικομμουνιστικού μακαρθισμού, παρότι ενοχλήθηκε από το έργο, δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει εναντίον του συγγραφέα τη γνωστή κατηγορία. Οργισμένη, επιτέθηκε εναντίον του τότε εξαπολύοντας κύματα λάσπης, χαρακτηρίζοντάς τον «ανήθικο» ή «βρώμικο» συγγραφέα.

Μια καλά οργανωμένη εκστρατεία εναντίον του πέρασε τα σύνορα των ΗΠΑ και εξαπλώθηκε στην Ευρώπη τρομοκρατώντας τους καλούς αστούς ότι, αν έρθουν σε επαφή με αυτό ειδικά το έργο του, κινδυνεύουν να κολλήσουν δεν ξέρω ποιαν διανοητική «ασθένεια».

Η χώρα μας δεν έμεινε ανέγγιχτη από αυτήν τη λάσπη. Μπορώ να μαρτυρήσω ότι το «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν, που πρωτανέβασε στην Ελλάδα το έργο στα 1959 με την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, τον Γιάννη Φέρτη, τον Κώστα Μπάκα κι άλλους σπουδαίους συντελεστές, πλήρωσε ακριβά την τόλμη του χάνοντας ένα μέρος του συντηρητικού αστικού κοινού, που του γύρισε την πλάτη.

Παράλληλα, στον προοδευτικό χώρο, επικράτησε να θεωρείται ο Ουίλλιαμς ως ένας απολιτικός συγγραφέας που δεν κρατάει καθαρή, σκληρή κριτική στάση απέναντι στην έλλειψη ανοχής της αμερικανικής κοινωνίας. Απλώς, αραιά και πού, από ένα άρρωστο βίτσιο ή ίσως για να μας μπερδέψει, καταγγέλλει ως ψευδές το «αμερικάνικο όνειρο». ΄Οπως π.χ. στο κορυφαίο του επίτευγμα, το σπάνια παιζόμενο «Καμίνο Ρεάλ».

Για το «Γλυκό πουλί…» διατυπώθηκε παλιότερα η άποψη (Μάριος Πλωρίτης) ότι «αληθινός πρωταγωνιστής του έργου είναι ο χρόνος, που ερημώνει και λεηλατεί τη ζωή». Σίγουρα, αλλά ο φυσικός χρόνος μόνος του, γυμνός από τα ιστορικά συμφραζόμενα, δεν συνιστά «αμαρτία» του ανθρώπου. Χρειάζεται γι’ αυτό και την κοινωνική ένδυσή του, που φέρουν διακριτά όσοι τον εκμεταλλεύονται και όσοι τον υφίστανται.

Αφέντες και δούλοι δεν εξισώνονται σε αυτό το έργο υπό την κοινή μοίρα της φθοροποιού χρονικότητας. Κάθε άλλο, μάλιστα. Το έργο εν τέλει συνιστά μια καταλυτική, ενσυνείδητη καταγγελία της αμερικανικής ταξικής κοινωνίας εκθέτοντας τραγικά τη μισαλλοδοξία, τον ρατσισμό, την απληστία, την ανοησία, την υποκρισία, τον φασισμό της… Όλα κρυμμένα πίσω απ’ τη βιτρίνα μιας «ηθογραφίας», υπό το ψευδές προσωπείο του «πανδαμάτορος χρόνου»…

Το πολιτικό στίγμα του έργου αναδεικνύει, για πρώτη ίσως φορά στην Ελλάδα, τόσο άμεσα η παράσταση στο θέατρο «Άλμα», στη δοκιμασμένη απόδοση του Μάριου Πλωρίτη, σε σκηνοθεσία της Αναστασίας Ρεβή, με τα κατάλληλα σκηνικά – κοστούμια της Μάιρας Βαζαίου, τους λειτουργικούς φωτισμούς του Γιάννη Κατσαρή και την αρμόζουσα μουσική επιμέλεια της Ζηνοβίας Αρβανιτίδη.

Η ικανή σκηνοθέτιδα πιάνει από τις δύο άκρες το αλληγορικό προπέτασμα του έργου και το ξηλώνει κυριολεκτικά με μία κίνηση, για να ακούσουμε την υπόκωφη βοή, «τα βήματα των Ερινύων», όπως θα έλεγε ο Καβάφης. Μια παράσταση «καθαρή», προσεγμένη ως σύνολο αλλά και σε όλες τις λεπτομέρειες, με εξαιρετικά διδαγμένους ρόλους και με το ευρηματικό, εμβόλιμο κλοουνίστικο σκηνικό ιντερμέδιο να δένει ως «μαγιά» τα επί μέρους.

Η Κατερίνα Μαραγκού (Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο) κάνει μια εκ βαθέων προσωπική κατάθεση – μαρτυρία. Ο Όμηρος Πουλάκης (Τσανς) δίπλα της δίνει αυτόνομα και αυτόφωτα τη δική του εξίσου προσωπική μαρτυρική κατάθεση. Ο Μπος Φίνλεϋ του Αργύρη Γκαγκάνη εντυπωσιακά πυκνός και συμπαγής ως εικόνα και ως λόγος. Ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης είναι ανατριχιαστικά αιχμηρός -και επίκαιρος- τόσο στο ιντερμέδιο όσο και στον ρόλο του Τομ. Η Αγγελική Μητροπούλου συνδυάζει αποτελεσματικά το γήινο και το υπερβατικό στοιχείο της Χέβενλυ. Οι καλοί Λευτέρης Βασιλάκης και Βέφη Ρέδη συμπληρώνουν τη διανομή.

 

Κριτική του Αναστάσιου Τσομπανίδη από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, για ” Το Γλυκό πουλί της νιότης “

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5/2/2016

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΤΣΟΜΠΑΝΙΔΗΣ

Το ανέβασμα ενός διαχρονικού θεατρικού έργου αντιμετωπίζει σχεδόν πάντοτε προκλήσεις είτε σε επίπεδο σκηνοθετικής ματιάς είτε σε επίπεδο υποκριτικής σε σχέση με την ζώσα πάντοτε πραγματικότητα.

Στο ανέβασμα του θεάτρου ΑΛΜΑ η σκηνοθέτης Αναστασία Ρεβή ακολουθεί τα κλασσικά μοτίβα με την θεματολογία του έργου να συμβολίζει άμεσα την υφή των θεατρικών χαρακτήρων του Charles Wayne (Ομηρος Πουλάκης) και της Alexandra de Lago (Κατερίνα Μαραγκού).

Και οι δύο σύμβολα της νεότητας από την μία και της φθοράς από την άλλη αντιμετωπίζουν τον αδηφάγο μηχανισμό του χρόνου. Ετσι μέσα από την πολυτάραχη ζωή τους βλέπουν τον ερωτισμό ως την μόνη, έστω και φευγαλέα όαση, στην οποία προστρέχει η ύπαρξή τους. Ιστορική η εποχή στην οποία ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την δημιουργία του αφού στα τέλη της δεκαετίας του 50μ έχουμε την γέννηση της βιομηχανίας ονείρων του Hollywood και την διάχυση των ναρκωτικών στην κοινωνία.

Σχετικά ικανοποιητική η υποκριτική του Ομήρου Πουλάκη ενώ η σημαντική εμπειρία της Κατερίνας Μαραγκού τις έδωσε την δυνατότητα να αφήσει το στίγμα της στο σανίδι. Ξεχωρίσαμε επίσης και τον Νικόλα Παπαδομιχελάκη ιδιαίτερα για το έξοχο βουβό νούμερό του με την συνοδεία της αμερικάνισης σημαίας στην αρχή του β΄μέρους. Επίσης πολύ αρμονικές οι μουσικές επιλογές της Ζηνοβίας Αρβανιτίδη που έντυσαν με νοσταλγία αλλά και γλυκούς ρυθμούς τα δρώμενα της παράστασης.

Τέλος η σημαντική συμμετοχή του κόσμου μαρτυρεί και την αναγνώριση της δουλειάς τόσο των πρωταγωνιστών της παράστασης όσο και των υπόλοιπων σκηνών του θεάτρου.

 

Κριτική της Τζωρτζίνας Σταματάκου από το neolaio.gr, για ” Το Γλυκό πουλί της νιότης”

Neolaia.gr, 15/12/2016

ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ

Το Γλυκό Πουλί της Νιότης του Τένεσι Ουίλιαμς παρακολουθήσαμε στο θέατρο Άλμα την Παρασκευή που μας πέρασε.

Ήρωές του ο Τσανς Γουέην και Αλεξάνδρα ντε Λάγκο, δύο από τους γνωστότερους και πιο αγαπημένους ήρωες του θεάτρου. Η ιστορία εκτυλίσσεται στον αμερικάνικο Νότο τη δεκαετία του 50, μέσα στο αποπνικτικό κλίμα του αμερικάνικου συντηρητισμού, των διακρίσεων και των απαγορεύσεων. Δύο άνθρωποι φαινομενικά εκ διαμέτρου αντίθετοι έρχονται κοντά και εκμυστηρεύονται ο ένας στον άλλον τις ιστορίες τους. Από την μία πλευρά, η Αλεξάνδρα ντε Λάγκο, ή αλλιώς Πριγκίπισσα, απόλυτη σταρ του Χόλυγουντ των προηγούμενων δεκαετιών, η οποία έρχεται πλέον αντιμέτωπη με το πέρασμα του χρόνου και τα αμείλικτα σημάδια που αυτός αφήνει στο αψεγάδιαστο άλλοτε πρόσωπό της. Η καριέρα της πια βρίσκεται στη Δύση της, θύμα των αυστηρών κανόνων της παροδικής φήμης και της δόξας, που περιθωριοποιεί οτιδήποτε χάνει την φρεσκάδα της πρώτης νιότης. Από την άλλη πλευρά, ο νεαρός Τσανς, επαγγελματίας ζιγκολό και τυχοδιώκτης, ο οποίος κυνηγά φιλόδοξα την πολυπόθητη δόξα των ηθοποιών του Χόλυγουντ, πρόθυμος να θυσιάσει τα πάντα, προκειμένου να εκπληρώσει την επιθυμία του για αναγνώριση. Οι δύο αυτοί άνθρωποι αναμετρώνται, μέσα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου του Νότου, και συγκρούονται με την ματαίωση των ονείρων τους, τις αισθήσεις και τις παραισθήσεις, δοσμένοι στο αλκοόλ και τις παράνομες ουσίες.

Η Κατερίνα Μαραγκού, έμπειρη πρωταγωνίστρια με μεγάλο θεατρικό ρεπερτόριο, στο ρόλο της παρακμασμένης σταρ, απέδωσε όλη την εύθραυστη ψυχολογία, τον τρόμο του χρόνου, την ματαίωση και την κατά μέτωπο σύγκρουση με την σκληρή πραγματικότητα. Ο Όμηρος Πουλάκης ως Τσανς εξέφρασε την επιπολαιότητα, την ανηθικότητα, την ονειροπόληση και την παρορμητικότητα της νιότης. Εξαιρετικός και ο Αργύρης Γκαγκάνης στο ρόλο του Μπος Φίνλεϊ, του παραδοσιακά συντηρητικού αμερικάνου πολιτικού και οικογενειάρχη, ο οποίος απεχθάνεται οτιδήποτε απεγκλωβίζεται από τον κώδικα του καθωσπρεπισμού και κάθε τι που δεν συμβαδίζει με το πρότυπο του καλού, λευκού, πιστού αμερικάνου. Η Αναστασία Ρεβή, καλλιτεχνική Διευθύντρια του Theatre Lab Company , ανέλαβε την σκηνοθεσία της παράστασης, καταφέρνοντας να μεταφέρει τον θεατή μέσα στο χωροχρόνο. Πράγματι, βρεθήκαμε στον αμερικανικό νότο του 1959 και γίναμε μάρτυρες μίας νοσηρής πραγματικότητας, που συνοψίζεται στο μότο «God bless America». Η μουσική επένδυση της παράστασης ήταν απολαυστική, με πλήθος αγαπημένων και κλασικών τραγουδιών των δεκαετιών εκείνων.

Ποιος μπορεί τελικά να νικήσει το χρόνο; Αυτό αναρωτιέται ο ήρωας της παράστασης και αυτό είναι και ένα από τα κεντρικά ζητήματα του έργου. Όλοι είμαστε έρμαια της αδιάκοπης πορείας προς την δύση και το γλυκό πουλί της νιότης σύντομα πετά μακριά, απογυμνώνοντας τις φοβίες και τις ανασφάλειες μας.

Ένα έργο σταθμός στην ιστορία του θεάτρου που δύσκολα αφήνει κάποιον ασυγκίνητο. Μία ατμόσφαιρα ζοφερή, γεμάτη πρέπει και κανόνες, μία νοοτροπία αποστειρωμένη μίας ολόκληρης εποχής, η ανελευθερία των μειονοτήτων, των γυναικών, των αφροαμερικάνων και όσων δεν κατόρθωσαν σε αυτή τη ζωή να επιτύχουν αυτά που η κοινωνία απαιτεί πεισματικά, ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας.

Μην την χάσετε αυτή την παράσταση. Συνδυάζει καλούς ηθοποιούς, άψογη σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια στο έργο ενός συγγραφέα-σταθμού, προσφέροντας ένα άρτιο καλλιτεχνικά αποτέλεσμα.

Must.

 

Κριτική της Νατάσα Χασιώτη από το GreelStageReview.blogspot.gr, για ” Το Γλυκό πουλί της νιότης “

 

GreekStageReview.blogspot.gr, 5/12/2015

ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΣΙΩΤΗ

Το καταπληκτικό που συμβαίνει στα εργα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς, είναι πως έχει κανείς διαρκώς την αίσθηση ότι μέσα από τους χαρακτήρες στη σκηνή μιλάει ο ίδιος ο συγγραφέας. Όχι ότι σε έργα άλλων συγγραφέων δεν απαντάται το ίδιο φαινόμενο, αλλά εδώ ο λόγος του “ακούγεται” σχεδόν σαν αντίλαλος σε όσα διαμείβονται πάνω στη σκηνή. Για παράδειγμα στο Γλυκό πουλί της Νιότης, η κεντρική ηρωίδα, η υστερική σταρ Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο, δυνατή επί της ουσίας, (κακο)μαθημένη αλλά και με πλήρη επίγνωση των κινδύνων (της επιθυμίας) να ζει κανείς διαρκώς κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας, την αναγνώριση, το χάϊδεμα, την επιβεβαίωση και το θαυμασμό, δεν μπορεί να αποκοπεί από τον αισθαντικό θρήνο μιας γκέι περσόνας για τη νεότητα. Et in Arcadia ego, και βεβαίως τα νιάτα με την ταυτόχρονη ενατένιση του γήρατος, από τους Αλεξανδρινούς μέχρι τον Καβάφη είχαν -και με το παραπάνω- την τιμητική τους.

Όπως και ο σαρκαστικός σχολιασμός των ευκαιριακών σχέσεων με νεότερους άνδρες, για γυναίκες και άνδρες, που όσο κυνισμό κι αν επιστρατεύσει κανείς, έχει επίγνωση της κατάστασης και ότι ο χρόνος πρώτα απ’ όλα ήταν αμείλικτος με εκείνον που είναι μεγαλύτερος στη σχέση των δύο.

Κι εκεί μπορεί να θρηνήσει αλλά και να μισήσει κανείς την ομορφιά και τη νεότητα. Των άλλων. Οι γυναίκες των θυγατέρων τους, οι άνδρες των νεότερων ομοφύλων τους.

Στο Γλυκό πουλί της Νιότης, στο τελευταίο της σκίρτημα προς την ενεργό δράση, η Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο, παθιασμένη για μια ακόμα ανάσα ζωής -κυριολεκτικά και μεταφορικά- δεν μπορεί να έχει δίπλα της τον αποτυχημένο, χαμένο κομπάρσο Τσανς. Θα ήταν “βαρίδι” στη φήμη, την ελευθερία και τη ζωή της. Τέτοιες σχέσεις δεν τελεσφορούν παρά μόνο αν είναι να συνενώσουν το αίσθημα αυτοκαταστροφής και των δύο εμπλεκομένων πλευρών, και η ντελ Λάγκο είναι πολύ έξυπνη για να αφεθεί να ρουφήξει λίγο από τον αέρα “επαναφοράς της νιότης” της ένα ευκαιριακό ψωνιστήρι. Ο Τσανς Γουέϊν, όπως λέει και το όνομά του, είναι ένα “αποκύημα” της τύχης. Της τύχης, που είναι τόσο αγαπητή/επιθυμητή, αλλά και τόσο δεύτερη στη λίστα των επιτυχημένων ανθρώπων. Ο Τσανς, ένας τυχαίος, μοιάζει σαν να πήρε το όνομά του πολύ σοβαρά. Ωσότου μετά από άλλη μια αποτυχημένη “ζαριά” θα καταλήξει στα χέρια ενός υπερσυντηρητικού βάρβαρου, να πληρώσει για όσα τυχαία γεγονότα από το παρελθόν του δεν έμαθε, τυχαία έπραξε και σωρευτικά μαθαίνει όταν γυρνάει στη γενέτειρά του να συναντήσει τη μοίρα του.

 

Στο όμορφο θέατρο Άλμα, Το γλυκό πουλί της νιότης, έγινε μια θαυμάσια παράσταση. Μια αληθινή παράσταση, από αυτές που για λίγο σου παίρνουν από τα αυτιά τις φωνασκίες και τα τερτίπια που αφήνει πίσω της ακόμη και στο θεάτρο η στενή ενασχόληση με την τηλεόραση. Με ρυθμό, καλαισθησία, εξαιρετικές ερμηνείες, δικαίωσε ένα δύσκολο έργο και ανάδειξε τα διαφορετικά επίπεδα ερμηνείας αυτού του αγαπημένου κειμένου, που παρουσιάστηκε στην σπουδαία απόδοσή του από τον Μάριο Πλωρίτη. Σκεπτόμενη την παράσταση, μου έρχεται στο νου και η λέξη σεμνότητα, που δεν έχει τίποτε από ταπεινότητα, αλλά σχετίζεται με την ισορροπία και τη σιγουριά που εκπέμπει κάποιος που δε χρειάζεται να αποδείξει τίποτα, παρά επιβεβαιώνει την αγάπη και την αφοσίωσή του στην τέχνη.

 

Εξαιρετική Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο η Κατερίνα Μαραγκού, πραγματικά σπουδαία, ικανή να κάνει το θεατή να πιστέψει πως βρίσκεται σε μια γωνιά του δωματίου του ξενοδοχείου με τους φοίνικες, μαζί της. Αληθινή κάθε στιγμή. Θαυμάσιοι στο ρόλο τους και οι υπόλοιποι ηθοποιοί της παράστασης: ο Όμηρος Πουλάκης στο δύσκολο ρόλο του τραγικού Τσανς Γουέην, έπλασε σωστά έναν νευρικό, ανεύθυνο, ερωτευμένο, αυτοκαταστροφικό νεαρό. Η Αγγελική Μητροπούλου έξοχη στο ρόλο της Χέβενλυ Φίνλεϋ, εύθραυστης, τσακισμένης και προδομένης νεανικής αγάπης του πρωταγωνιστή. Μετρημένος και πειστικός ο Αργύρης Γκαγκάνης στο ρόλο του Μπος Φίνλεϋ, σκληρού, εγωιστή πατριάρχη μιας προβληματικής οικογένειας που κατά βάθος του μοιάζει. Με ισορροπία και χαμηλούς τόνους ο Τζωρτζ Σκάντερ-Λευτέρης Βασιλάκης, ο επαγγελματικά πετυχημένος ανταγωνιστής του Τσανς Γουέην, αποτυχημένος κι αυτός στα ερωτικά, που έχει να διαχειριστεί τη δύσκολη επίγνωση ότι αποτελεί “λύση ανάγκης” για τους Φίνλεϋ. Εκνευριστικό τσιράκι του πατέρα του, καθόλου καλύτερος από τον Τσανς αλλά πιο τυχερός, ο γιος Τομ Φίνλεϋ-Νικόλας Παπαδομιχελάκης, ένωσε πετυχημένα επάνω του τα αδιέξοδα όλων. Πνιγμένη στα ένοχα μυστικά της οικογένειας, ανίκανη να βοηθήσει ουσιαστικά αλλά με αγάπη για τους αδικημένους εραστές, η ευαίσθητη θεία Νόννη-Βέφη Ρέδη -ως Χορός αρχαίου δράματος.

Κομψότατο και καλοεκτελεσμένο το χορευτικό “ιντερμέδιο” από τους Α. Μητροπούλου και Λ. Βασιλάκη, απολύτως σωστή η μουσική συνοδεία και έξοχα τα κοστούμια, με τις τουαλέτες της κ. Μαραγκού να προκαλούν θαυμασμό στο γυναικείο κοινό. Λιτή, με ρυθμό και δύναμη η σκηνοθεσία της Αναστασίας Ρεβή. Εν ολίγοις, μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε! Το καλό θέατρο πρέπει να μείνει ζωντανό.

 

Κριτική της Σωτηρίας Κεχαγιά από το culturenow.gr, για “Το Γλυκό πουλί της νιότης”

 

Culturenow.gr, 18/11/2016

ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΚΑΓΙΑ

Υπέροχες νοσταλγικές νότες από την εποχή των 60’s και μια νεανική γυναικεία παρουσία με βλέμμα αθώο κι ένα λευκό μπαλόνι στο χέρι μας υποδέχονται στην είσοδο της σκηνής του θεάτρου Άλμα.

Η πρώτη εικόνα μας μεταφέρει στο δωμάτιο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου σε μια πόλη του αμερικανικού Νότου που προσκυνά τη βία, τον ρατσισμό, το δίκαιο της ζούγκλας και τη νίκη του ισχυροτέρου.

Η Αλεξάντρα ντελ Λάγκο, πάλαι ποτέ διάσημη ηθοποιός του κινηματογράφου και νυν σβησμένο αστέρι επαγγελματικά και προσωπικά, αποφασίζει να αποσυρθεί, όπως η ίδια λέει, στην παγερή ατμόσφαιρα της σελήνης όπου οι ώρες διαδέχονται τις ώρες χωρίς νόημα. Ταξιδεύει ινκόγκνιτο μέχρι που συναντά τον νεαρό μασέρ Τσάνς Γουέην και μαζί αποφασίζουν να φύγουν για τη γενέτειρά του στο Σαιντ Κλάουντ, όπου εκείνος με δόλωμα τη γοητεία του θα επιχειρήσει να τη χρησιμοποιήσει ως εισιτήριο για να αναδειχτεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα αλλά και για να ξανακερδίσει τον παιδικό του έρωτα στο πρόσωπο της Χέβενλυ Φίνλευ. Μόλις έχει ξημερώσει Κυριακή του Πάσχα, όμως η Ανάσταση της περασμένης νύχτας δεν έρχεται για όλους.

«Το γλυκό πουλί της νιότης» είναι γεμάτο με αναφορές στις φευγαλέες αξίες της δόξας, της εξωτερικής εικόνας, της εξουσίας. Η συνάντηση των ηρώων γίνεται όταν και οι δύο πια ξεχειλίζουν από αγωνία και ολόκληρη η ύπαρξή τους γίνεται μια κραυγή για βοήθεια. Κι όμως, η απόδραση που ψάχνουν ουδεμία σχέση έχει με τα συναισθήματα. Το μόνο που μετρά είναι το χρώμα του αλκοόλ, των χαπιών και των παραισθήσεων, ενώ πεισματικά επίμονος σκοπός τους είναι να ξεχάσουν το παρόν και να δαμάσουν τον κοινό τους εχθρό, τον χρόνο. Αυτός θα τους κρίνει, θα τους διαψεύσει και θα τους αφήσει με άδεια χέρια. Τι σημαίνει ο χρόνος γι’ αυτούς; Δεν είναι παρά ένας μακρόσυρτος δυναμίτης που τα τινάζει όλα. Ροκανίζει τα πάντα όπως η αλεπού που πιάνεται στο δόκανο και τρώει το πόδι της για να ελευθερωθεί, κι όταν ελευθερωθεί πεθαίνει.

Πέρα από την καταβύθιση στην ψυχοσύνθεση των βασικών χαρακτήρων, ο συγγραφέας Τένεσι Ουίλιαμς ξεμπροστιάζει τον σκοταδισμό της αμερικανικής κοινωνίας: πίσω από το λαμπερό κι ελπιδοφόρο σύνθημα «God bless America» αναδύεται η δυσοσμία από την κατ’ επίφαση ευτυχισμένη οικογένεια, τον σωματικό και ψυχικό ευνουχισμό της μαύρης φυλής, τη θεοποίηση των υλικών απολαβών.

Η σκηνοθεσία της Αναστασίας Ρεβή στο πρώτο μέρος ρίχνει το βάρος στους δύο πρωταγωνιστές με αποτέλεσμα κάποιες στιγμές η ροή να γίνεται αργόσυρτη. Το δεύτερο μέρος είναι πολυπρόσωπο, πιο ενεργητικό και με την πλοκή και τη συναισθηματική φόρτιση να φτάνουν στο αποκορύφωμά τους. Συχνά την προσοχή τραβά το καρδιοχτύπι του ρολογιού, σημάδι του χρόνου που κυλά άπαυστα. Γνήσια και ρεαλιστική η σκηνή στην οποία η συγκίνηση της χαράς κόβει την ανάσα της Πριγκίπισσας σε πλήρη αντίθεση με την απελπισία στην τρεμάμενη φωνή του Γουέην, που σε αντεστραμμένο πια ρόλο εκλιπαρεί έναν καλό λόγο και για εκείνον. Εξαιρετική η απόδοση του κειμένου από τον Μάριο Πλωρίτη με τα άνθη του ποιητικού λόγου να αναμειγνύονται με τη λαϊκή γλώσσα όπου είναι απαραίτητο.

Η Κατερίνα Μαραγκού είναι ψυχή και σώματι η παρηκμασμένη Αλεξάντρα ντελ Λάγκο. Αυταρχική αλλά και καταπτοημένη μια διατάζει μια ικετεύει καθώς χάνεται στους εθισμούς προκειμένου να κατευνάσει την τίγρη που τυραννά τα νεύρα της. Αρνείται ακόμα και την παραμικρή υπόνοια της λέξης θάνατος, τρέμει τα γηρατειά και ζητά να γαντζωθεί από τη ζωή όσο ακόμα η καρδιά ανάμεσα στους ώμους της χτυπά. Φυσική και πειστική στις έντονες μεταπτώσεις της, αλλάζει μεμιάς προσωπείο μόλις η ελπίδα της επιτυχίας αρχίζει να αχνοφέγγει ξανά πετώντας από πάνω της με ευκολία τις κρίσεις πανικού, τη μάσκα οξυγόνου και τον εραστή-παυσίπονο.

 

Ο Τσάνς Γουέην του Όμηρου Πουλάκη διαθέτει την κούφια έπαρση που δίνουν τα νιάτα, η ομορφιά κι ο (ακριβο)πληρωμένος έρωτας. Το όνομά του είναι συνώνυμο της τύχης – στην τύχη χρωστά το ότι γεννήθηκε όμορφος – αλλά και του ρίσκου – διακινδυνεύει τα πάντα και χάνει. Στο βάθος βέβαια κρύβεται η δική του τραυματική ιστορία: ο αυταρχικός πατέρας της πρώτης του αγάπης τον διώχνει από την πόλη κι από τότε μοναδικός του πόθος είναι να ξεχωρίσει, να γίνει κάτι καλύτερο από τους άλλους με την τάχα φτασμένη, τακτοποιημένη και χαμογελαστή ζωή. Ωστόσο, δεν ξεφεύγει ούτε ο ίδιος από τον φόβο των γηρατειών παρά το νεαρό της ηλικίας του.

Η Αγγελική Μητροπούλου είναι η εύθραυστη και τσακισμένη παρουσία της Χέβενλυ Φίνλευ. Ο θυμός και η θλίψη μόνιμη σφραγίδα στο πρόσωπό της, ενώ στα χέρια της κρατά σφιχτά ένα μουσικό κουτί σαν πολύτιμο φυλαχτό απομεινάρι από την παιδική – εφηβική ηλικία, τότε που όλα φάνταζαν πιο αγνά. Μοιάζει η μοναδική εξαίρεση μέσα στον ωκεανό διαφθοράς, γεγονός που τονίζεται κι από τους σκηνοθετικούς συμβολισμούς – το λευκό μπαλόνι και το ξυλάκι με το λευκό μαλλί της γριάς.

Ο Τομ Φίνλευ (Νικόλας Παπαδομιχελάκης) είναι ο αδελφός της Χέβενλυ, παλιός φίλος και νυν ορκισμένος εχθρός του Τσάνς, με ζωή άσωτη κι αποτυχημένη, κάτι που ο πατέρας του δεν παραλείπει να του υπενθυμίζει αδιάκοπα με το πιο απαξιωτικό ύφος. Πειστικός στη σύγκρουση μαζί του και σε πλήρη αρμονία ο λόγος, η κίνηση και οι φυσικές εκφράσεις οργής που καταλήγουν σε μια αποτρόπαια πράξη η οποία σηματοδοτεί και το τέλος της ιστορίας.

Ο Αργύρης Γκαγκάνης δίνει επίσης μια δυναμική ερμηνεία ως Μπος Φίνλευ, παρ’ όλο που υπερτονίζεται η μονοδιάστατη πλευρά του χαρακτήρα του (εμμονή με τα χρήματα, την εξουσία και τις πολιτικές σκοπιμότητες).

Τέλος, την άρτια παράσταση συμπληρώνουν η ταιριαστή και πιστή στο κλίμα μουσική επιμέλεια της Ζηνοβίας Αρβανιτίδη, ενώ οι φωτισμοί του Γιάννη Κατσαρή αποτυπώνουν τη νοσηρή ατμόσφαιρα που ακολουθεί κυρίως το παραλήρημα και τις ψευδαισθήσεις της φαντασίας του πρωταγωνιστικού διδύμου.

 

Κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου από Τα Νέα για τη “Φθινοπωρινή Ιστορία”

“…Η Κατερίνα Μαραγκού έπλασε το βουλιμικό για τη ζωή ζούδι με κλουνίστικη τεχνική και αποκάλυψε πλευρές του ταλέντου της αδοκίμαστες εώς τώρα. Ο πληθωρισμός της κίνησης, η “φλυαρία” της πειθούς της, η ακροβασία των αισθημάτων και η αφοπλιστική της αφέλεια ως πανούργα στρατηγική μένουν στη μνήμη.

Ο Μιχαλακόπουλος με την αναμφισβήτητη πείρα του και το πηγαίο συναισθηματικό του φορτίο υποδήθηκε τον “δύσκολο”, περιχαρακωμένο στο κάστρο του τάχα μου αυτάρκη με μια έξοχη συνεχή και αδιόρατη παράδοση των όπλων, αφήνοντας κάθε τόσο ανοιχτή μια κερκόπορτα για να διεισδύσει ο πολιορκητής, του οποίου παροξύνει την επιμονή.

Τρίτη βδομάδα που γράφω για παραστάσεις με μοναχικούς ανθρώπους, όπου συρρέει μεγάλο κοινό. Το θέατρο καθρέφτης της κοινωνίας, που έγραφε και ο Σαίξπηρ…”

Κριτική του Γρηγόρη Ιωαννίδη από την Ελευθεροτυπία για τη “Φθινοπωρινή Ιστορία”

“…Το μυστικό της επιτυχίας όμως βρίσκεται αλλού.

Η σκηνοθέτιδα Ιωάννα Μιχαλακοπούλου, χωρίς να ταράξει την ισορροπία του έργου, προσπάθησε να μεταδώσει το χαρακτήρα του. Έδωσε αίσθηση ροής στην αποσπασματική, κινηματογραφική του σύνθεση, χρησιμοποίησε έξυπνα το σκηνικό διάδρομο, έφερε στο έργο τη νότα μελαγχολίας και τρέλας του τσίρκου. Κυρίως εκμεταλλέυτηκε το αληθινό στήριγμα του έργου, που είναι βέβαια οι ερμηνείες του.

Το υποδόριο χιούμορ του Μιχαλακόπουλου, η μοναδική του ικανότητα να παίζει με τα ημιτόνια, καθώς και η δύναμη της Κατερίνας Μαραγκού στην υποκριτική υπόδειξη αποτελούν τον απόλυτο εγγυητή της επιτυχίας…”

Κριτική της Ιλεάνας Δημάδη από το Αθηνόραμα για τη “Φθινοπωρινή Ιστορία”

“…”Τι γλυκιά παράσταση”… Με αυτή την επωδό αποχωρούν οι περισσότεροι θεατές της “Φθινοπωρινής Ιστορίας””, ενός τρυφερού lovestory για την τρίτη ηλικία, το οποίο η κατερίνα Μαραγκού και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ερμηνεύουν με ξεχωριστή μαεστρία…

…Ανθρωποκεντρική και ασυνήθιστα τρυφερή, γραμμένη από έναν επιτυχημένο συγγραφέα του σοσιαλιστκού ρεαλισμού, γνωστού επίσης σπό τα έργα του “Καημένε μου Μάρικ” και “Μια ιστορία του Ιρκούτσκ”, η “Φθινοπωρινή Ιστορία” (1975) αφουγκράζεται τους κραδασμούς ενός χαμένου ιδεαλισμού και θέτει το αίτημα για ένα νέο ανθρωπισμό…”

Παρουσίαση της “Φθινοπωρινής Ιστορίας” από το Αθηνόραμα

“Το έργο του Ρώσσου συγγραφέα λειτουργεί σαν βάλσαμο κόντρα στην περιρρέουσα μοναξιά και την κατήφεια και υπόσχεται μια γλυκιά βραδιά θεάτρου, όπως είχε συμβεί και όταν πρωτοανέβηκε το 1977 από τους Έλλη Λαμπέτη και Μάνο Κατράκη.

Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος φιλτράρει τον ρόλο του μ’ένα ήπιων τόνων πιπεράτο χιούμορ,θυμίζοντας τον ιατρό Αστρόφ από τον “Θείο Βάνια” του Τσέχοφ: φυτεύει δέντρα και δεν ασχολείται, λέει, πια με τις γυναίκες και τον έρωτα – μέχρι που συναντά την Λίντια στο θεραπευτήριο το οποίο διοικεί ως αρχίατρος και όλη του η συμβιβαστική κοσμοθεωρία ανατρέπεται. Όσο για την Κατερίνα Μαραγκού, μοιάζει να βρήκε ένα ρόλο ζωής στη Λίντια, την αλλοτινή ακροβάτισσα που τώρα εργάζεται ως ταμίας τσίρκου και τυγχάνει, επιπλέον, να είναι η πιο απειθάρχητη τρόφιμος του θεραπευτηρίου. Θυμίζοντας σε ταμπεραμέντο την Αρκάντινα και σε αισθαντικότητα τη Νίνα του τσεχοφικού “Γλάρου”, η γνωστή ηθοποιός εξελίσσει το ρόλο της σταδιακά και, μολονότι παραμένει σφιγμένη κινησιολογικά, κατορθώνει να κλιμακώσει τη συγκίνηση και να κερδίσει τις εντυπώσεις στην παρλάτα του τσίρκου και στο τραγουδιστικό της σόλο για το “θαύμα που δεν κρατάει πολύ”, από τη ρομαντική χαρμολύπη των συνθέσεων της Ευανθίας Ρεμπούτσικα. Συμβολικό, λιτό και συνεπές αποδεικνύεται το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, μια αφαιρετική εκδοχή της τσιρκολάνικης τέντας, φωτισμένη από τον Νίκο Καβουκίδη στην ώχρα των ξεθωριασμένων παλιών άλμπουμ φωτογραφιών. Τέλος, η χαμηλών τόνων, σχεδόν “αόρατη” σκηνοθεσία της Ιωάννας Μιχαλακοπούλου, με έμφαση εξίσου στους έξυπνους διαλόγους και στον ποιητικό ρεαλισμό της ατμόσφαιρας αλλά και το λυρισμό των μονολόγων των δύο ηρώων, δίχως όμως μελό κορόνες ή φαντεζί εφέ, επιτρέπει στους δύο βετεράνους ηθοποιούς να μας πείσουν για το επί σκηνής ειδύλλιο που πλέκεται ανάμεσά τους και να μας παρασύρουν με την ανθρωπιά της σχέσης τους.”